μακρόκομος
Смотреть что такое "μακρόκομος" в других словарях:
μακροκομώ — (Α μακροκομῶ, έω) έχω μακριά μαλλιά, τρέφω μακρά κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρόκομος] … Dictionary of Greek
μακροκομώ — (Α μακροκομῶ, έω) έχω μακριά μαλλιά, τρέφω μακρά κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρόκομος] … Dictionary of Greek